- πολύκρανος
- -ον, Α1. πολυκέφαλος («πολύκρανος δράκων», Ευρ.)2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κρανος (< *κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].
Dictionary of Greek. 2013.